Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010



ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Σκώρος ή
η Γεωμετρία του νέου Αιώνα .

Τι να μου πεις ανείπωτο
κάτω απ τ' αστέρια ξαπλωμένοι;
Τρύπησε το κορμί μας.
Γέμισε το μυαλό κι η ψυχή μας
Σκώρο.
Τρύπες, παντού,
γκρίζες φωλιές του σκουληκιού
κατάντησε η φαιά ουσία…
Καμένα ηχεία αίσθησης, σ’ Ανατολή και Δύση…
χάθηκε, έσβησε η προσδοκία
το αρχαίο συναπάντημα στην αγορά και στις στοές
και τα μαντήλια τα απλωμένα στους αποχωρισμούς
στο τελειωμό του δρόμου.
Φωνή λησμονημένη….
η αναζήτηση του Λόγου
που δεν ακούγεται
εξ ουρανού
να ιχνηλατεί τις σιωπές στης ερημιάς τις στράτες.

τι να σου πω ανείπωτο
μέσα στο κρύο στριμωγμένοι;
Σε λίγο πάλι ξημερώνει ίδια η επόμενη η μέρα
κι εικόνες κι άπλετο το φως,
κι ολόχρυσο διαμαντοστόλιστο
της Δαμασκού κυρτό μαχαίρι,
έξω απ τ’ ολοστόλιστο θηκάρι
τρέμοντας να λιποψυχά
σωσμένο στο ακόνι…
σε φόνους διαρκείας
και σε σκιές απρόβλεπτες
της νύχτας ζοφερές.
Και λίγο παρακάτω
Καλλίγραμμες και αδειανές οι γλάστρες στα πεζούλια
σε δρόμους εκ του Πονηρού
τα Εσπέρια πονήματα,
ηδονικά
της μοναξιάς
και των αμέτρητων διαδρομών
με τις ημίκλειστες τις πόρτες,
στα κουρασμένα βλέμματα
και μες σε μάτια κορεσμένα…
Εκεί που αντιφεγγίζει το κενό
κι ο πόθος και τα όνειρα,
σε χίλια δυο κομμάτια,
ανάμεσα σ’ άνυδρες,
και καυτερές ερήμους,
του μόχθου
και του Αγώνα
της πλήξης τα ομοιόμορφα.
Κι όλα μαζί να καθρεπτίζονται
εκεί.

Εκεί,
σ’ ένα πικρό φιλί δοσμένο στο στόμα της Ζωής
και στης παράδοσης την προδοσία
μες απ τα χείλη τα πικρά
της άγιας της αμφιβολίας του αγαπημένου Ιούδα
και από το ηλίθιο το γενάτι
της αναχώρησης δοσμένο
των ασκητών της πλάνη σ' ανώφελα Ταξίδια.
Εκεί μέσα σε πέλαγα ομίχλης
σ’ Ανατολή και Δύση…
Εκεί
μέσα σ’ αρώματα θαλασσινών αγέρηδων
ονειρικών και φαντασμένων
που χόρευαν όλη την νύχτα χθες τα αφελή
ανάμεσα απ’ ονόματα ξεθυμασμένου πάθους
yves saint laurant
Christian dior
Capucci
και κάπου, κάπου ανάμνηση λεβάντας
Νύμφες, Σειρήνες Σιληνοί
σ' ημίθεων το κολασμένο πανηγύρι.
Που επάνωθε τους πέταγαν μετέωροι
όλη την νύχτα χθες
Λαοί σε αγωνία,
μεχρις εκεί που άοσμος απ την ξαγρύπνια εσύ
σαν και να ήθελες ν’ αρχίσεις αθώος να μετράς ηρωικά
αιθεροβάμων υπνοβάτης
τον χρόνο το μικρό αμετανόητος από τα εμπρός στα πίσω
μες στα εξαίσια χρώματα τ' άπειρα του ονείρου
άπειρος κι άβγαλτος από σοφία
μέχρις εκεί να περιμένεις
τ’ άγγιγμα το πανάκριβο
των κόρφων από φίλντισι
κι από γαλάζιο ασήμι.....
της κοιμισμένης Δύσης....
πάνω σε εξαίσιας αυταπάτης
ματοβαμμένα πορφυρά σεντόνια…

Ω σταματήστε αυτό το φως
Τρύπες παντού φωτίζει.
Δεν τα Φωτίζει τα σκοτάδια.
Παντού σκιές
Χνάρια ανεξίτηλα
παντού
αφήνουνε οι σκώροι τις νύχτες τις ευάλωτες
τις νύχτες που όλο περιμένεις.
Και μόνο εσύ μονάχος μέσα στο μισοσκόταδο να μου μιλάς για μέθες και μιζέρια…
Ω πόσο αγαπώ στη σκοτεινιά της νύχτας
την πάναγνη
την αθωότητά σου.. μια να τα λες σαν το παιδί,
κι έπειτα πάλι να ξεχνιέσαι…

Πλαγιάσαμε αυτάρεσκοι
λησμονημένοι απ όλα
Και ποιός Τυφλός
να δει....
και ποιος από τους άλαλους να πει
τ’ άλυτο το μυστήριο της άγιας Κατανόησης.
Τ’ αρχαίο νόημα
Της Σκέψης....
το όνειρο κι όλη αυτή, την ίδια την εικόνα.
Την ίδια την εικόνα
ενώ απ το παράθυρο η ανάγκη ταξιδεύει,
απέναντι στον ήλιο
και χαμηλά στο χώμα,
στους κρίνους τους θαλασσινούς
πλάι απ το κύμα που μυρίζουν
μύρο του απόκοσμου μυστήριου
που στέλνουν μ εγκαρτέρηση
ξανά κι όλο ξανα οι ευλογημένοι οι νοτιάδες
μέχρι το βόρειο σέλας,
του παγωμένου Ωκεανού,
που πλέει αμέριμνη η νιότη
καταμεσής του ωκεανού.
Εκεί που αναδυόμενος
μοναχικός ο νέος κόσμος
κρυσταλλιασμένος πλέει
κι ο άοσμος ο βράχος
λυσσομανά και λιώνει
ξανά κι όλο ξανά
σταγόνα τη σταγόνα
δίπλα απ τα αρχαία τα συντρίμμια
της Τραγωδίας τ’ άλυτο, ακόμη,
το μυστήριο.
Το άλυτο το μυστήριο της άγιας Κατανόησης
και του διαρκούς Αγώνα
μέσα στις οιμωγές του Ελληνικού Πολιτισμού
και τ’ αλυχτίσματα του σκώρου…..

Τι να το πούμε;
Ανείπωτο.
το άλυτο το μυστήριο της άγιας Κατανόησης.
Έξω απ τον χρόνο εμείς
πλαγιάσαμε και αγγιχτήκαμε…..
λησμονημένοι…..
Α.Κ


Δευτέρα, 23 Ιανουαρίου 2012